- ψευδοπλευρίτιδα
- η, Ν(παλ. όρος) ιατρ. πόνος στα πλευρά με συμπτώματα που θυμίζουν πλευρίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + πλευρίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδοπλευρῖτις, μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.